- άλως
- Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι, ομόκεντροι και ελαφρώς ιριδωτοί, γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη: ο πρώτος εμφανίζεται στον παρατηρητή με γωνία 22° και ο δεύτερος με γωνία 46°. Το φαινόμενο της ά. οφείλεται στην ανάκλαση των ακτινών του Ηλίου ή της Σελήνης πάνω στους παγοκρυστάλλους, από τους οποίους αποτελούνται τα ψηλά νέφη.
Πλήρης ηλιακή άλως, όπως μπορεί να παρατηρηθεί σπάνια. Αποτελείται από έναν ή δύο ομόκεντρους κύκλους, γύρω από τον ήλιο ή τη σελήνη, με τα αχνά χρώματα της ίριδας.
* * *η (Α ἅλως) (Ν και άλως, ο)αρχ.-νεοελλ.1. ο φωτεινός δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από το φεγγάρι και καμιά φορά και γύρω από τον ήλιο(στα αρχ. και ο ίδιος ο δίσκος τής σελήνης ή τού ήλιου, ακόμη και τής ασπίδας)2. (για τα μάτια) ο εξωτερικός κύκλος τού βολβούνεοελλ.1. το φωτοστέφανο που περιβάλλει τις κεφαλές τών αγίων2. ο ρόδινος κύκλος γύρω από τη θηλή τού μαστούαρχ.1. αλώνι2. κουλουριασμένο φίδι3. φωλιά πτηνού σε σχήμα κύκλου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αττικός τ. τής λ. αλωή*.ΠΑΡ. αλωνεύομαιαρχ.αλωαίος, Αλωάς, αλώιος, άλων αρχ.-μσν. αλωνίαμσν.- νεοελλ.άλωνα, αλωνίζω].
Dictionary of Greek. 2013.